- αγριλιά
- Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Ευδοκιμεί σε τόπους άγονους ή βραχώδεις, ειδικά κατά μήκος των ακτών της νότιας Ευρώπης. Η επιστημονική ονομασία της είναι ελαία η αγρίαδασική. Είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα αριθμεί γύρω στα 50.000.000 ρίζες, που καλύπτουν τους θαμνότοπους της ζώνης των αειφύλλων-πλατυφύλλων. Αποτελεί άριστο υποκείμενο εμβολιασμού για την καλλιεργούμενη ελιά, από την οποία διαφέρει, γιατί έχει μικρότερους και μαυροκοκκινωπούς καρπούς και δύσκαμπτα, ακανθώδη κλαδιά. Το ξύλο της α., ανθεκτικό και συμπαγές, δουλεύεται εύκολα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων. Με κλαδιά α. στεφάνωναν στην αρχαιότητα τους ολυμπιονίκες.
Κλαδίσκος αγριλιάς με καρπούς (Φωτ. Ν. Ταμβάκη).
Dictionary of Greek. 2013.